- ἀνατυλίσσω
- ἀνατυλίσσω (τυλίσσω ‘twist’; cp. ἐντυλίσσω) 1 aor. ἀνετύλιξα (lit. ‘unroll’, βίβλια Lucian, Ind. 16) fig., think over or call to mind again τί (Lucian, Nig. 7 τ. λόγους, οὓς τότε ἤκουσα συναγείρων καὶ πρὸς ἐμαυτὸν ἀνατυλίττων) τὰ ἀπʼ ἀρχῆς γενόμενα 1 Cl 31:1.—DELG s.v. τύλη.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.